14/12/17

Ο Ερτογάν και η Κύπρος

Σε συνέντευξη του στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (10/12/2017) ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε τους Ελληνοκύπριους ότι «εξακολουθούν να βλέπουν την Κύπρο ως ένα ελληνικό νησί». Ταυτόχρονα ανέφερε ότι «το όνειρο αυτό δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ». Παράλληλα υπογράμμισε ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι συνιδιοκτήτες της Κύπρου.  Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε αυτές τις δηλώσεις καθώς αποτελούν μέρος του τουρκικού αφηγήματος, το οποίο δυστυχώς φαίνεται να πείθει και μια μικρή μερίδα Ελληνοκυπρίων.

Αναμφίβολα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων πίστεψε στην ιδέα της Ένωσης και αγωνίσθηκε γι’ αυτή.  Η κατάληξη όμως του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν διαφορετική καθώς με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959 εγκαθιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία το 1960 ως ένα δικοινοτικό κράτος.  Σημειώνεται ότι και οι δύο κοινότητες θεώρησαν τις Συμφωνίες αυτές ως ενδιάμεσο σταθμό για την υλοποίηση άλλων στόχων. Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963 και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση και τη δημόσια διοίκηση, η Κυπριακή Δημοκρατία λειτούργησε ως ενιαίο κράτος με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης – εξέλιξη η οποία νομιμοποιήθηκε διεθνώς τον Μάρτιο του 1964 από το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Είναι γεγονός ότι παράλληλα συντηρήθηκε ο στόχος της Ένωσης ενώ υπήρξε και σχετικό ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής τον Ιούνιο του 1967. Μετά την κρίση της Κοφίνου το Φθινόπωρο του 1967 και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας, ο Πρόεδρος Μακάριος πήρε την ιστορική απόφαση για αναζήτηση λύσης στα πλαίσια του εφικτού και όχι του ευκταίου.  Στόχος ήταν πλέον το ενιαίο κράτος και όχι η Ένωση.  Ήταν το εγκληματικό και προδοτικό πραξικόπημα της χούντας στις 15 Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή του 1974 που ανέκοψαν αυτή την ιστορική πορεία που θα καθιστούσε την Κύπρο ένα φυσιολογικό κράτος με ευημερία.

Υπογραμμίζεται επίσης ότι όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 διακήρυξε ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας».  Εάν με την πτώση της χούντας στην Αθήνα και του πραξικοπηματικού καθεστώτος στη Λευκωσία η Τουρκία τερμάτιζε τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις και υπήρχε κατάληξη, στη βάση των δικών της διακηρύξεων, σε λύση δηλαδή με βάση το Σύνταγμα του 1960, δεν θα μιλούσαμε σήμερα για εισβολή και κατοχή. Το τι ακολούθησε όμως είναι γνωστό.  Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι κατ’ ουσίαν τον Αύγουστο του 1974 η Άγκυρα έθεσε όρους παράδοσης.

Η σημερινή πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία όχι μόνο κατέχει έδαφος της Μεγαλονήσου αλλά αρνείται το δικαίωμα ύπαρξης στην Κυπριακή Δημοκρατία την οποία άλλωστε αποκαλεί εκλιπούσα. Ως εκ τούτου το αφήγημα Ερντογάν δεν πείθει.  Δεν τίθεται σήμερα θέμα Ένωσης.  Ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων σήμερα είναι αφ΄ ενός η αναζήτηση βιώσιμης διευθέτησης η οποία να αποκαθιστά την ενότητα της χώρας και αφ΄ ετέρου η αποφυγή της τουρκοποίησης της Μεγαλονήσου.  Είναι ενδεικτικές οι σημερινές επικαιροποιημένες θέσεις της Τουρκίας σε σχέση με τη λύση του Κυπριακού. Υπογραμμίζονται, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις για συνέχιση των εγγυήσεων, για παραμονή στρατευμάτων, για παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και αντικατάστασή της με ένα νέο κρατικό μόρφωμα αλλά και η νομιμοποίηση του συνεχιζόμενου εποικισμού. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι τυχόν συνέχιση του διαλόγου από εκεί που έμεινε στο Κραν Μοντάνα και υλοποίηση του υπό συζήτηση πλαισίου λύσης θα οδηγήσει σε νομιμοποίηση και εμβάθυνση των κατοχικών δεδομένων.

Οι Ελληνοκύπριοι κατ’ επανάληψιν έχουν επιδείξει διάθεση συμβιβασμού.  Η επιδίωξη του εφικτού και όχι του ευκταίου από το 1968 ήταν ενδεικτική. Το πλαίσιο συμφωνίας που είχε σχεδόν ολοκληρωθεί πριν από τις 15 Ιουλίου 1974 θα οδηγούσε σε μια δίκαια διευθέτηση. Αλλά και μετά την εισβολή η αποδοχή της ομοσπονδίας με γεωγραφική βάση καταδεικνύει τη διάθεση των Ελληνοκυπρίων ακόμα και για ένα οδυνηρό συμβιβασμό.  Εκείνο το οποίο όμως δεν θα δεχθούν ποτέ οι Ελληνοκύπριοι είναι υποδείξεις στο συναισθηματικό πεδίο για το τι να νοιώθουν και πώς να βλέπουν την Κύπρο.  Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να αξιολογηθεί και να συγκριθεί το τι ζητά η Τουρκία για τους Τουρκοκύπριους με το τι είναι διατεθειμένη να προσφέρει στα εκατομμύρια των Κούρδων της χώρας.